- εὔπιδαξ
- εὔπῑδαξ, ᾰκος, ὁ, ἡ,A abounding in fountains, AP6.253.1 (Crin.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπίδαξ — εὐπίδαξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) [πίδαξ] αυτός που έχει πολλούς πίδακες, πολλές πηγές … Dictionary of Greek
εὐπῖδαξ — masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπίδακες — εὔπιδαξ abounding in fountains masc nom/voc pl εὐπί̱δακες , εὐπῖδαξ masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)